ἠλιθίου

ἠλιθίου
ἠλίθιος
idle
masc/neut gen sg
ἠλιθιόω
make foolish
imperf ind act 3rd sg
ἠλιθιόω
make foolish
pres imperat act 2nd sg
ἠλιθιόω
make foolish
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… …   Dictionary of Greek

  • ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι …   Dictionary of Greek

  • ηλίθιος — α, ο επίρρ. α 1. άνθρωπος με περιορισμένες στο ελάχιστο τις πνευματικές του ικανότητες, βλάκας: Αυτό το παιδί γεννήθηκε ηλίθιο. 2. ό,τι έχει τα χαρακτηριστικά του ηλίθιου: Ηλίθιο βλέμμα. – Με κοιτάζει ηλίθια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”